μηλίτης

μηλίτης
Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων, αλλά και άλλων φρούτων, όπως τα αχλάδια. Ο χυμός εξάγεται από τα μήλα ή τα άλλα φρούτα, με πίεση- είναι μέτρια οινοπνευματούχος, ελαφρά ξινός στη γεύση, μπορεί ωστόσο να έχει ποικίλα και μεταβλητά χαρακτηριστικά ως προς τη σύσταση και το άρωμα, αφού αυτά εξαρτώνται από το βαθμό ωρίμασης των καρπών και την περιεκτικότητα σε οινόπνευμα που αποκτούν μετά τη ζύμωση. Γενικά διακρίνονται σε μηλίτη αγνό, που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μόνο νωπών μήλων και σε μηλίτη του εμπορίου, που παρασκευάζεται με χυμό που έχει αραιωθεί με νερό. Ο μηλίτης οίνος καταναλώνεται κυρίως στις βόρειες χώρες, όπου το αμπέλι δεν αναπτύσσεται ή το παραγόμενο προϊόν είναι λιγοστό: βόρεια Γαλλία (Βρετάνη, Νορμανδία), Γερμανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Καναδάς, Ελβετία, και στα ορεινά διάφορων άλλων χωρών, στις oποίες η παρασκευή και η χρήση του μηλίτη οίνου έχει αποκλειστικά τοπική σημασία.
* * *
(I)
ο (Α μηλίτης)
αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων ή ενός μίγματος μήλων και αχλαδιών, που εκχυλίζεται με ή χωρίς την προσθήκη νερού
νεοελλ.
φρ. «μηλίτης μυς» — ο μυς τού μήλου τής παρειάς, τον οποίο σχηματίζουν οι μυϊκές δεσμίδες τού σφιγκτήρα τών βλεφάρων οι οποίες κατέρχονται από τους κανθούς τού οφθαλμού και συγκλίνουν προς τη ζυγωματική χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ίτης (πρβλ. δαφν-ίτης, σελιν-ίτης)].
————————
(II)
μηλίτης, ὁ (Α)
φρ. «μηλῑται ἀριθμοί» — αριθμητικό πρόβλημα σχετικό με τον αριθμό τών προβάτων («θεωρεῑ οὖν [ἡ λογιστική] τοῡτο μὲν τὸ κληθὲν ὑπ' Ἀρχιμήδους βοεικὸν πρόβλημα, τοῡτο δὲ μηλίτας καὶ φιαλίτας ἀριθμούς, τοὺς μὲν ἐπὶ φιαλῶν, τοὺς δὲ ἐπὶ ποίμνης», Σχόλ. Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατον» + κατάλ. -ίτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μηλίται — μηλίτης apple masc nom/voc pl μηλίτᾱͅ , μηλίτης apple masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλίτην — μηλίτης apple masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλίτου — μηλίτης apple masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλίτας — μηλίτᾱς , μηλίτης apple masc acc pl μηλίτᾱς , μηλίτης apple masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… …   Dictionary of Greek

  • μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων …   Dictionary of Greek

  • μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… …   Dictionary of Greek

  • μηλόκρασο — το κρασί από μήλα, μηλίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήλο + κρασί] …   Dictionary of Greek

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”